- κοάλεμος
- κοά̱λεμος , κοάλεμοςstupid fellowmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κοάλεμος — κοάλεμος, ὁ (Α) ανόητος, ηλίθιος, βλάκας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται μάλλον για λ. ξεν. προελεύσεως. Κατ άλλη άποψη, προέρχεται από θ. κο (προϊόν ονοματοποιίας) + κατάλ. άλεμος, σκοτεινής προελεύσεως, πού μαρτυρείται επίσης στη λ. ι… … Dictionary of Greek
κοαλέμου — κοᾱλέμου , κοάλεμος stupid fellow masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοαλέμῳ — κοᾱλέμῳ , κοάλεμος stupid fellow masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοάλεμοι — κοά̱λεμοι , κοάλεμος stupid fellow masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοάλεμον — κοά̱λεμον , κοάλεμος stupid fellow masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)